λεξιθηρία

λεξιθηρία
η погоня за красным словцом; словесные ухищрения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λεξιθηρία" в других словарях:

  • λεξιθηρία — η (Α λεξιθηρία) [λεξιθηρώ] η επίμονη αναζήτηση λέξεων ή και φράσεων με σκοπό τον επιτηδευμένο καλλωπισμό τού λόγου …   Dictionary of Greek

  • λεξιθηρικός — ή, ό [λεξιθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξιθηρία. επίρρ... λεξιθηρικώς, ά με λεξιθηρικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • λεξιλαγνεία — η η λεξιθηρία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»